ημερόφωνος

ημερόφωνος
ἡμερόφωνος, -ον (Α)
(για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την άφιξη τής ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. καλλί-φωνος υψηλό-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἡμερόφωνος — heralding the day masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροφώνοις — ἡμερόφωνος heralding the day masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”